βλεννόρροια

βλεννόρροια
η
αφροδίσιο νόσημα που προκαλείται από το μικρόβιο γονόκοκκος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • βλεννόρροια — Αφροδίσιο νόσημα, η εμφάνιση του οποίου οφείλεται στον γονόκοκκο του Νάισερ και η μετάδοσή του γίνεται με τη συνουσία. Πρόκειται για ένα είδος φλεγμονής της ουρήθρας, που προκαλείται μετά από επώαση του μικροβίου, η οποία διαρκεί 2 5 μέρες, και… …   Dictionary of Greek

  • αιδοιοκολπίτιδα — Φλεγμονή που παρουσιάζεται στο αιδοίο (αιδοιίτιδα) και επεκτείνεται στον κόλπο (κολπίτιδα), ή αντίθετα. Μπορεί επίσης να προσβάλλει τη μήτρα (μητρίτιδα) και τις σάλπιγγες (σαλπιγγίτιδα). Κυριότερη αιτία για την εμφάνιση της πάθησης αυτής είναι η… …   Dictionary of Greek

  • γονόκοκκος — Παθογόνο μικρόβιο, αιτιολογικός παράγοντας της βλεννόρροιας. Ο γ. ανακαλύφθηκε από τον Νάισερ το 1879 και βρίσκεται είτε μέσα στο υγρό, σε περίπτωση βλεννόρροιας, που εκκρίνεται είτε στα πυοσφαίρια και στα επιθηλιακά κύτταρα. Παρουσιάζεται με τη… …   Dictionary of Greek

  • γονόρροια — η (AM γονόρροια) η βλεννόρροια. [ΕΤΥΜΟΛ. < γόνος + ρροια < ρόFoς ρους < ρέω (πρβλ. αιμόρροια, υδρόρροια)] …   Dictionary of Greek

  • επιδιδυμίτιδα — Φλεγμονή της επιδιδυμίδας που οφείλεται σε γενικές (σταφυλόκοκκοι, στρεπτόκοκκοι κ.ά.) ή ειδικές λοιμώξεις (φυματίωση, σύφιλη, βλεννόρροια, βρουκέλωση). Στις περιπτώσεις της οξείας ε. τα χαρακτηριστικά συμπτώματα είναι πόνοι στο όσχεο, που συχνά… …   Dictionary of Greek

  • κερατίτιδα — I (Ceratites). Γένος διπτέρων εντόμων της οικογένειας των μυϊδών. Περιλαμβάνει μεγάλες μύγες, με ωραίους χρωματισμούς και πλατιά φτερά. Στο γένος ανήκουν περίπου 15 είδη, από τα οποία γνωστότερο είναι η κ. η ισπανική, με μεγάλο στρογγυλό και… …   Dictionary of Greek

  • ορχίτιδα — (Ιατρ.). Οξεία ή χρονία φλεγμονή του όρχεως, που συνήθως εμφανίζεται ως επιπλοκή της παρωτίτιδας. Προκαλείται επίσης από τραυματισμό, μόλυνση της ουρήθρας ή μόλυνση του αίματος. Η συφιλιδική ο. είναι σπάνια στη σύγχρονη εποχή. Η φυματίωση και η… …   Dictionary of Greek

  • στένωμα — (Ιατρ.). Το στένεμα της ουρήθρας, του οισοφάγου ή του ουρητήρα. Όποια και αν είναι η ανατομική δομή που προσβάλλεται, το σ. αποτελεί συχνά μια παθολογική κατάσταση σημαντικής βαρύτητας και απαιτεί την έγκαιρη ιατρική αντιμετώπισή της. Τα αίτια… …   Dictionary of Greek

  • αφροδίσια νοσήματα — Έτσι ονομάζονται κυρίως οι τρεις μολυσματικές ασθένειες σύφιλη, βλεννόρροια και μαλακό έλκος που προσβάλλουν συνήθως το ουρογεννητικό σύστημα και μεταδίδονται με τη συνουσία. Στα α.ν. κατατάσσονται ακόμη και τα κονδυλώματα, ο έρπις των γεννητικών …   Dictionary of Greek

  • γονόκοκκος — ο (ιατρ.), το βακτηρίδιο που προκαλεί τη βλεννόρροια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”